- ὑπόροφος
- ὑπόροφος, ον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοάA the soft note of the pipe, E.Or.147 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόροφος — η, ο / ὑπόροφος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) υπώροφος νεοελλ. φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος» οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
ὑπόροφον — ὑπόροφος the soft masc/fem acc sg ὑπόροφος the soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορόφους — ὑπόροφος the soft masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορόφων — ὑπόροφος the soft masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)